- προσεπισχυρίζω
- Ακαθιστώ κάτι ακόμη ισχυρότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπισχυρίζομαι «εμμένω στους ισχυρισμούς μου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπισχυρίζειν — προσεπισχυρίζω strengthen yet more pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπισχυρίσαντες — προσεπισχυρίζω strengthen yet more aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπισχύρισεν — προσεπισχυρίζω strengthen yet more aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)